- αβεβήλωτος
- -η, -οαυτός που δε βεβηλώθηκε, δεν έπαψε να είναι ιερός: Και στις σκληρότερες συγκρούσεις τα ιερά του αντιπάλου πρέπει να μένουν αβεβήλωτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.